εὔκαμπτος: Difference between revisions

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eykamptos
|Transliteration C=eykamptos
|Beta Code=eu)/kamptos
|Beta Code=eu)/kamptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flexible</b>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span> 5.13</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">PA</span>692a2</span>.</span>
|Definition=εὔκαμπτον, [[flexible]], Sapph.''Supp.'' 5.13, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''692a2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1073.png Seite 1073]] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκαμπτος:''' [[легко загибающийся]], [[гибкий]] ([[θρίξ]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''εὔκαμπτος''': -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὐλύγιστος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκαμπτος Medium diacritics: εὔκαμπτος Low diacritics: εύκαμπτος Capitals: ΕΥΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúkamptos Transliteration B: eukamptos Transliteration C: eykamptos Beta Code: eu)/kamptos

English (LSJ)

εὔκαμπτον, flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist.PA692a2.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.

Russian (Dvoretsky)

εὔκαμπτος: легко загибающийся, гибкий (θρίξ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].