επεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεύχομαι]] και κυπρ. τ. [[ὐεύχομαι]] (AM)<br />[[εύχομαι]], [[δέομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκυνώ]] («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικετεύω]] (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῖσιν νοστῆσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[δύστηνος]] αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύχομαι]] να συμβεί [[κάτι]] («μηδὲν θανάτου μοῑραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[τάμα]] («ὧδ' [[ἐπεύχομαι]] θύσειν τροπαῖα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταριέμαι]]<br /><b>5.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καυχιέμαι]] («[[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμὴν [[ἐπεύχομαι]]» — [[καυχιέμαι]] ότι [[πατρίδα]] μου [[είναι]] το Άργος, <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐπεύχομαι]] και κυπρ. τ. [[ὐεύχομαι]] (AM)<br />[[εύχομαι]], [[δέομαι]] για [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[προσκυνώ]] («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικετεύω]] (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῖσιν νοστῆσαι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[δύστηνος]] αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εύχομαι]] να συμβεί [[κάτι]] («μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[τάμα]] («ὧδ' [[ἐπεύχομαι]] θύσειν τροπαῖα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καταριέμαι]]<br /><b>5.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[καυχιέμαι]] («[[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμὴν [[ἐπεύχομαι]]» — [[καυχιέμαι]] ότι [[πατρίδα]] μου [[είναι]] το Άργος, <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM)
εύχομαι, δέομαι για κάτι
μσν.
προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας»)
αρχ.
1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῖσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ.
β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην», Σοφ.)
2. εύχομαι να συμβεί κάτι («μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθείς», Αισχύλ.)
3. κάνω τάμα («ὧδ' ἐπεύχομαι θύσειν τροπαῖα», Αισχύλ.)
4. καταριέμαι
5. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαιἌργος πατρίδ' ἐμὴν ἐπεύχομαι» — καυχιέμαι ότι πατρίδα μου είναι το Άργος, Ευρ.).