ἑτερόπους: Difference between revisions

(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteropous
|Transliteration C=eteropous
|Beta Code=e(tero/pous
|Beta Code=e(tero/pous
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with uneven feet, halting</b>, <span class="bibl">Alciphr.3.27</span>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>1.21.1</span>, <span class="title">Hippiatr.</span> 13.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, [[with uneven feet]], [[halting]], Alciphr.3.27, Philostr.''VS''1.21.1, ''Hippiatr.'' 13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ [[μέγεθος]], [[ἑπομένως]] [[χωλός]], Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ἑτερόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν [[μεταξύ]] τους ως [[προς]] το [[μήκος]] ή το [[σχήμα]], ο [[χωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) [[πρβλ]]. [[δίπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, with uneven feet, halting, Alciphr.3.27, Philostr.VS1.21.1, Hippiatr. 13.

German (Pape)

[Seite 1049] mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ μέγεθος, ἑπομένως χωλός, Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ἑτερόπους, -ουν)
αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πους (< πους) πρβλ. δίπους].