καλυβίτης: Difference between revisions
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalyvitis | |Transliteration C=kalyvitis | ||
|Beta Code=kalubi/ths | |Beta Code=kalubi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[living in a hut]], Str.7.5.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰλῠβίτης''': -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[καλυβίτης]]) αυτός που κατοικεί σε [[καλύβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλύβη]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>σκην</i>-[[ίτης]], [[στυλ]]-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, living in a hut, Str.7.5.12.
German (Pape)
[Seite 1314] ὁ, der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῠβίτης: -ου, ὁ, ζῶν ἐντὸς τῆς καλύβης, καλυβῖταί τινες καὶ λυπρόβιοι Στράβ. 318, Εὐστ. Πονημάτ. 244. 1· ὡς ἐπώνυμον, Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης Ὡρολόγ. Ἰανουαρ. 15.
Greek Monolingual
ο (AM καλυβίτης) αυτός που κατοικεί σε καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, στυλ-ίτης)].