ἱπποσόας: Difference between revisions
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ipposoas | |Transliteration C=ipposoas | ||
|Beta Code=i(pposo/as | |Beta Code=i(pposo/as | ||
|Definition=ου, ὁ, (σεύω) < | |Definition=-ου, ὁ, ([[σεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[driving]] [[horse]]s, ἄνδρες Pi.P.2.65; [[Ἰόλαος]] Id.I.5(4).32:—fem. [[ἱπποσόα]], [[epithet]] of [[Artemis]], Id.O.3.26 (as [[substantive]], Pae.9.7):—also [[ἱπποσσόος]], ον, Nonn.D.37.320. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1261.png Seite 1261]] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱπποσόας:''' ου adj. m погоняющий коней ([[Ἰόλαος]] Pind.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱπποσόας''': -ου, ὁ, ([[σεύω]]) διεγείρων εἰς δρόμον τοὺς ἵππους, Πινδ. Π. 2. 119, Ι. 5 (4). 40· - θηλ. ἱπποσόα, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 47· καὶ ἱπποσόος, ον, Νόνν. Δ. 37. 320. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἱπποσόας]] m. adj., [[driving]] horses ἐν ἱπποσόαισιν [[ἄνδρεσσι]] (P. 2.65) ἐν δὲ Θήβαις [[ἱπποσόας]] Ἰόλαος [[γέρας]] [[ἔχει]] (Tricl.: ἱπποσίας codd.) (I. 5.33) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποσόας]] και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («[[ἱπποσόας]] Ἰόλαος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ίπποσόα</i><br />επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σόας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σεύω]] «[[κυνηγώ]]»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -<i>σσοος</i> ([[πρβλ]]. [[βοοσσόος]], [[λαοσσόος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:13, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, (σεύω)
A driving horses, ἄνδρες Pi.P.2.65; Ἰόλαος Id.I.5(4).32:—fem. ἱπποσόα, epithet of Artemis, Id.O.3.26 (as substantive, Pae.9.7):—also ἱπποσσόος, ον, Nonn.D.37.320.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ, Rossetummler, Ἰὁλαος Pind. I. 4, 35, ἄνδρες P. 2, 65.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποσόας: ου adj. m погоняющий коней (Ἰόλαος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποσόας: -ου, ὁ, (σεύω) διεγείρων εἰς δρόμον τοὺς ἵππους, Πινδ. Π. 2. 119, Ι. 5 (4). 40· - θηλ. ἱπποσόα, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 3. 47· καὶ ἱπποσόος, ον, Νόνν. Δ. 37. 320.
English (Slater)
ἱπποσόας m. adj., driving horses ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι (P. 2.65) ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει (Tricl.: ἱπποσίας codd.) (I. 5.33)
Greek Monolingual
ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α)
1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.)
2. το θηλ. ίπποσόα
επίθ. της θεάς Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα αντίστοιχα συνθ. του ρ. σχηματίζονται σε -σσοος (πρβλ. βοοσσόος, λαοσσόος)].