ληκύθειος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(c1)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] zur [[λήκυθος]] gehörig, bombastisch, [[Μοῦσα]], Callim. fr. 319.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0039.png Seite 39]] zur [[λήκυθος]] gehörig, bombastisch, [[Μοῦσα]], Callim. fr. 319.
}}
{{ls
|lstext='''ληκύθειος''': -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, [[ληκύθειος]] [[Μοῦσα]], δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ληκήθειος, -ον (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκύθειος]] Μοῦσα» — η [[τραγωδία]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκήθειος, -ον (Α) λήκυθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο
2. φρ. «ληκύθειος Μοῦσα» — η τραγωδία.