αριστοφάνειος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "; Spanish: de Aristófanes, aristofánico" to "; Spanish: de Aristófanes, aristofánico; Russian: аристофановский")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη<br /><b>2.</b> ο [[σκωπτικός]], ο [[αθυρόστομος]], ο [[βωμολόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀριστοφάνειον [[μέτρον]]» — το αναπαιστικό τετράμετρο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀριστοφάνειος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη<br /><b>2.</b> ο [[σκωπτικός]], ο [[αθυρόστομος]], ο [[βωμολόχος]]<br /><b>αρχ.</b><br />«ἀριστοφάνειον [[μέτρον]]» — το αναπαιστικό τετράμετρο.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====[[Aristophanean]]===
|trtx====[[Aristophanean]]===
Czech: aristofanovský, aristofanský; French: [[aristophanien]], [[aristophanique]]; German: aristophanisch; Greek: [[αριστοφανικός]], [[αριστοφάνειος]]; Ancient Greek: [[Ἀριστοφάνειος]]; Hungarian: arisztophanészi; Italian: [[aristofaneo]], [[aristofanio]]; Portuguese: [[aristofânico]], [[aristofanesco]]; Spanish: [[de Aristófanes]], [[aristofánico]]
Czech: aristofanovský, aristofanský; French: [[aristophanien]], [[aristophanique]]; German: aristophanisch; Greek: [[αριστοφανικός]], [[αριστοφάνειος]]; Ancient Greek: [[Ἀριστοφάνειος]]; Hungarian: arisztophanészi; Italian: [[aristofaneo]], [[aristofanio]]; Portuguese: [[aristofânico]], [[aristofanesco]]; Spanish: [[de Aristófanes]], [[aristofánico]]; Russian: [[аристофановский]]
}}
}}

Latest revision as of 16:31, 27 June 2024

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη
2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχος
αρχ.
«ἀριστοφάνειον μέτρον» — το αναπαιστικό τετράμετρο.

Translations

Aristophanean

Czech: aristofanovský, aristofanský; French: aristophanien, aristophanique; German: aristophanisch; Greek: αριστοφανικός, αριστοφάνειος; Ancient Greek: Ἀριστοφάνειος; Hungarian: arisztophanészi; Italian: aristofaneo, aristofanio; Portuguese: aristofânico, aristofanesco; Spanish: de Aristófanes, aristofánico; Russian: аристофановский