τέφριον: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(c1)
 
(41)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1102.png Seite 1102]] τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1102.png Seite 1102]] τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.
}}
{{ls
|lstext='''τέφριον''': τό, [[ἀλοιφή]] τις [[χρῶμα]] τέφρας ἔχουσα, [[μάλιστα]] διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τεφρός]]<br />[[αλοιφή]] τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν [[κυρίως]] για τους οφθαλμούς.
}}
}}

Latest revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1102] τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τέφριον: τό, ἀλοιφή τις χρῶμα τέφρας ἔχουσα, μάλιστα διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α τεφρός
αλοιφή τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για τους οφθαλμούς.