τέφριον

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

German (Pape)

[Seite 1102] τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τέφριον: τό, ἀλοιφή τις χρῶμα τέφρας ἔχουσα, μάλιστα διὰ τοὺς ὀφθαλμούς, Κέλσ. 6, 6, Ἀέτ. 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α τεφρός
αλοιφή τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για τους οφθαλμούς.