Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθρεφτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Greek Monolingual

καθρεφτίζω και καθρεπτίζω καθρέφτης
1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω
2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να το απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά
3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει την ψυχή»)
4. μέσ. καθρεφτίζομαι
α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον εαυτό μου σε καθρέφτη
β) απεικονίζομαι.