κίκυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(13_5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die <b class="b2">Kraft</b>, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]] [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως [[κίνησις]]; man leitete es von κίω ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1438.png Seite 1438]] ἡ, od. richtiger mit Bekker [[κῖκυς]] geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι [[κῖκυς]] οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die [[Kraft]], Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς [[ἔμπεδος]] [[οὐδέ]] τι [[κίκυς]] Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως [[κίνησις]]; man leitete es von κίω ab.
}}
{{grml
|mltxt=κῑκυς, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[δύναμη]], [[ενεργητικότητα]] («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις [[δύναμη]] [[μέσα]] σου [[ούτε]] τρέχει στις φλέβες σου [[αίμα]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. <i>κικFός</i> «[[ισχυρός]]», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., [[είναι]] όπως τα <i>Κῖκος</i>, <i>Κίκων</i>, <i>Κίκκων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 1438] ἡ, od. richtiger mit Bekker κῖκυς geschrieben, wie der Vers des Aesch. frg. 211 zeigt: σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόῤῥυτοι φλέβες; die Kraft, Spannkraft, οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κίκυς Od. 11, 393; H. h. Ven. 238; Aesch. fr. 216; nach den Schol. ἡ μετὰ δυνάμεως κίνησις; man leitete es von κίω ab.

Greek Monolingual

κῑκυς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ' οὐκ ἔνεστι κῖκυς οὐδ' αἱμόρρυτοι φλέβες» — δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ' άλλους, προέρχεται από ένα επίθ. κικFός «ισχυρός», που σχηματίστηκε πιθ. από κύρια ον., είναι όπως τα Κῖκος, Κίκων, Κίκκων].