τρηχώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichodis | |Transliteration C=trichodis | ||
|Beta Code=trhxw/dhs | |Beta Code=trhxw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=τρηχῶδες, Ion. for [[τραχώδης]], [[varia lectio|v.l.]] (ap.Sch.) for [[ῥηχώδης]] in Nic. ''Al.''230. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρηχώδης''': -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ [[τραχώδης]], [[τραχύς]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, [[ἔνθα]]: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] σημαινομένου τῆς τραχείας». | |lstext='''τρηχώδης''': -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ [[τραχώδης]], [[τραχύς]], Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, [[ἔνθα]]: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] σημαινομένου τῆς τραχείας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[τραχώδης]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, ion. = [[τραχώδης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
τρηχῶδες, Ion. for τραχώδης, v.l. (ap.Sch.) for ῥηχώδης in Nic. Al.230.
Greek (Liddell-Scott)
τρηχώδης: -ες, Ἰωνικ. ἀντὶ τραχώδης, τραχύς, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 230, ἔνθα: «γράφεται δὲ καὶ ῥηχώδεος καὶ τρηχώδεος ἀμφότερα περὶ τοῦ αὐτοῦ σημαινομένου τῆς τραχείας».
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
ιων. τ. βλ. τραχώδης.
German (Pape)
ες, ion. = τραχώδης.