πλαγιόθεν: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_6)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰγιόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, [[μετὰ]] γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.
|lstext='''πλᾰγιόθεν''': Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, [[μετὰ]] γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> από τα [[πλάγια]], από το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θεν</i> ([[πρβλ]]. [[μακρόθεν]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:55, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόθεν: Ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, μετὰ γεν., Achmes Ὀνειροκρ. 141.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από τα πλάγια, από το πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μακρόθεν)].