θολότης: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η (Μ [[θολότης]]) [[θολός]], η [[ιδιότητα]] του θολού, η [[έλλειψη]] διαύγειας.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θολότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.
|lstext='''θολότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.
}}
}}

Latest revision as of 16:38, 21 January 2024

Greek Monolingual

η (Μ θολότης) θολός, η ιδιότητα του θολού, η έλλειψη διαύγειας.

Greek (Liddell-Scott)

θολότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Θεοφ. Κεραμ. σ. 981, ἔκδ. Mi.