δυσαπόδοτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysapodotos | |Transliteration C=dysapodotos | ||
|Beta Code=dusapo/dotos | |Beta Code=dusapo/dotos | ||
|Definition= | |Definition=δυσαπόδοτον, [[hard to render]] or [[define]], S.E.''M.''7.242, Bacch.''Harm.''95. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de definir o explicar]] ἡ φαντασία S.E.<i>M</i>.7.242, cf. Bacch.<i>Harm</i>.95<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ δ. [[cuestiones difíciles de explicar]], Didym. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.43b.8. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπόδοτος:''' [[трудно выразимый]], [[трудно определимый]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσαπόδοτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242. | |lstext='''δυσαπόδοτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπόδοτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται<br /><b>2.</b> (για καλή [[πράξη]]) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσαπόδοτον, hard to render or define, S.E.M.7.242, Bacch.Harm.95.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de definir o explicar ἡ φαντασία S.E.M.7.242, cf. Bacch.Harm.95
•subst. τὰ δ. cuestiones difíciles de explicar, Didym. en Cat.Ps.118 Pal.43b.8.
German (Pape)
[Seite 676] schwer widerzugeben, zu erwidern, Sh.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπόδοτος: трудно выразимый, трудно определимый Sext.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόδοτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀποδιδόμενος, ὁριζόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 242.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπόδοτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή ορίζεται («δυσαπόδοτες έννοιες»)
νεοελλ.
1. (για χρήματα ή πράγματα) αυτός που δύσκολα αποδίδεται ή επιστρέφεται
2. (για καλή πράξη) αυτός που δύσκολα ανταποδίδεται.