ποστημόριον: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=postimorion
|Transliteration C=postimorion
|Beta Code=posthmo/rion
|Beta Code=posthmo/rion
|Definition=and ποστήμορον, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fraction</b>, Gloss.</span>
|Definition=and [[ποστήμορον]], τό, [[fraction]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ποστημόριον''': τὸ, τί [[μέρος]] ἢ [[κλάσμα]] τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.
|lstext='''ποστημόριον''': τὸ, τί [[μέρος]] ἢ [[κλάσμα]] τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μέρος]], [[κλάσμα]] από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποστός]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] (<b>πρβλ.</b> <span style="color: red;"><</span> <i>δεκατη</i>-[[μόριον]], <i>τεταρτη</i>-[[μόριον]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[ανομοίωση]] [[προς]] [[αποφυγή]] τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποστημόριον Medium diacritics: ποστημόριον Low diacritics: ποστημόριον Capitals: ΠΟΣΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: postēmórion Transliteration B: postēmorion Transliteration C: postimorion Beta Code: posthmo/rion

English (LSJ)

and ποστήμορον, τό, fraction, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ποστημόριον: τὸ, τί μέροςκλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].