συγκλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkleptis
|Transliteration C=sygkleptis
|Beta Code=sugkle/pths
|Beta Code=sugkle/pths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fellow-thief</b>, <span class="bibl">Poll.6.158</span>.</span>
|Definition=συγκλέπτου, ὁ, [[fellow-thief]], Poll.6.158.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
|lstext='''συγκλέπτης''': -ου, ὁ συγκλέπτων, [[σύντροφος]] κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[κλέπτης]]<br />[[συνεργός]] σε [[κλοπή]], [[σύντροφος]] κλέφτη.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλέπτης Medium diacritics: συγκλέπτης Low diacritics: συγκλέπτης Capitals: ΣΥΓΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: synkléptēs Transliteration B: synkleptēs Transliteration C: sygkleptis Beta Code: sugkle/pths

English (LSJ)

συγκλέπτου, ὁ, fellow-thief, Poll.6.158.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, Mitdieb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.