σιγητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sigiteon | |Transliteration C=sigiteon | ||
|Beta Code=sighte/on | |Beta Code=sighte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must be silent]], E.''Hel.'' 1387. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιγητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ [[σιγᾷ]] ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387. | |lstext='''σιγητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ [[σιγᾷ]] ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σιγητέον:''' ρημ. επίθ. του [[σιγάω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιγητέον [σιγάω] [[er moet gezwegen worden]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 25 August 2023
English (LSJ)
one must be silent, E.Hel. 1387.
Greek (Liddell-Scott)
σιγητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ σιγᾷ ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387.
Greek Monotonic
σιγητέον: ρημ. επίθ. του σιγάω, αυτό που πρέπει κάποιος να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιγητέον [σιγάω] er moet gezwegen worden.