εὔσειστος: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyseistos | |Transliteration C=eyseistos | ||
|Beta Code=eu)/seistos | |Beta Code=eu)/seistos | ||
|Definition= | |Definition=εὔσειστον, [[liable to earthquakes]], Str.10.1.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447. | |lstext='''εὔσειστος''': -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσειστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί<br /><b>2.</b> (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις<br /><b>μσν.</b><br />[[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔσειστον, liable to earthquakes, Str.10.1.9.
German (Pape)
[Seite 1097] leicht zu erschüttern, bes. den Erderschütterungen ausgesetzt, Strab. X p. 447 n. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσειστος: -ον, εἰς σεισμοὺς ὑποκείμενος, Στράβ. 447.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσειστος, -ον)
1. αυτός που σείεται ή μπορεί εύκολα να σειστεί
2. (για περιοχές) σεισμοπαθής, με συχνές σεισμικές δονήσεις
μσν.
ευκίνητος, εύστροφος.