ἐπίσιστον: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episiston | |Transliteration C=episiston | ||
|Beta Code=e)pi/siston | |Beta Code=e)pi/siston | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[a cry to urge on dogs]], AB252, ''EM''363.54. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίσιστον''': τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις [[ἐπίσιστον]] καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54. | |lstext='''ἐπίσιστον''': τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις [[ἐπίσιστον]] καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίσιστον]], τὸ [[επισίζω]]<br />[[προτροπή]] στο [[σκυλί]] να τρέξει ή να επιτεθεί. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, a cry to urge on dogs, AB252, EM363.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσιστον: τό, «τὸ συρίζοντας ἐποτρύνειν καὶ ἐπισπέρχειν τοὺς κύνας ἐπὶ τὰ ἔργα ἐν τοῖς κυνηγεσίοις ἐπίσιστον καλοῦσιν» Α. Β. 252. 23, Ε. Μ. 363. 54.
Greek Monolingual
ἐπίσιστον, τὸ επισίζω
προτροπή στο σκυλί να τρέξει ή να επιτεθεί.