καινόρραφος: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόρραφος''': -ον, νεωστὶ ῥαφείς, Θ. Στουδ. Cod. Par. 891, fol. 166 ro.
|lstext='''καινόρραφος''': -ον, νεωστὶ ῥαφείς, Θ. Στουδ. Cod. Par. 891, fol. 166 ro.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόρραφος]], -ον (Μ)<br />ο ραμμένος πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), [[πρβλ]]. [[άρραφος]], [[πολύρραφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:06, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

καινόρραφος: -ον, νεωστὶ ῥαφείς, Θ. Στουδ. Cod. Par. 891, fol. 166 ro.

Greek Monolingual

καινόρραφος, -ον (Μ)
ο ραμμένος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -ρραφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. άρραφος, πολύρραφος].