τρισέραστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισέραστος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἐραστός]], [[πάνυ]] [[προσφιλής]], [[σφόδρα]] [[ἀγαπητός]], πᾶσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.
|lstext='''τρισέραστος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἐραστός]], [[πάνυ]] [[προσφιλής]], [[σφόδρα]] [[ἀγαπητός]], πᾶσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />[[πάρα]] πολύ [[αγαπητός]], [[αξιαγάπητος]] («πᾶσιν οὖν ἦν [[τρισέραστος]]», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐραστός]] «[[αγαπητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔραμαι]]), [[πρβλ]]. [[πολυέραστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

τρισέραστος: -ον, ὁ τρὶς ἐραστός, πάνυ προσφιλής, σφόδρα ἀγαπητός, πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος Κ. Μανασσ. Χρον. 2182.

Greek Monolingual

-ον, Μ
πάρα πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος («πᾶσιν οὖν ἦν τρισέραστος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἐραστός «αγαπητός (< ἔραμαι), πρβλ. πολυέραστος].