ὑδερικός: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yderikos
|Transliteration C=yderikos
|Beta Code=u(deriko/s
|Beta Code=u(deriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dropsical</b>, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. <b class="b2">dropsical patient</b>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.129</span>, <span class="bibl">Orib.9.42.1</span>.</span>
|Definition=ὑδερική, ὑδερικόν, [[dropsical]], διάθεσις Gal.8.380. Adv. [[ὑδερικῶς]] Id.15.167:—as [[substantive]], ὁ ὑ. [[dropsical patient]], Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] wassersüchtig, ὑδερικὸν [[ἀῤῥώστημα]], Wassersucht, Plut. Ant. 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] wassersüchtig, ὑδερικὸν [[ἀῤῥώστημα]], Wassersucht, Plut. Ant. 49.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδερικός:''' [[ὕδερος]] водяночный ([[ἀρρώστημα]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
|lstext='''ὑδερικός''': -ή, -όν, ([[ὕδερος]]) [[ὑδρωπικός]], [[διάθεσις]] Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ [[ὑδερικός]], ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδερικός Medium diacritics: ὑδερικός Low diacritics: υδερικός Capitals: ΥΔΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hyderikós Transliteration B: hyderikos Transliteration C: yderikos Beta Code: u(deriko/s

English (LSJ)

ὑδερική, ὑδερικόν, dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. ὑδερικῶς Id.15.167:—as substantive, ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.

German (Pape)

[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.

Russian (Dvoretsky)

ὑδερικός: ὕδερος водяночный (ἀρρώστημα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ.ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.