Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιθήκειος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pithikeios
|Transliteration C=pithikeios
|Beta Code=piqh/keios
|Beta Code=piqh/keios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of an ape, ape-like</b>, Gal.2.386, <span class="bibl"><span class="title">UP</span>3.8</span>, Suid.</span>
|Definition=α, ον, [[of an ape]], [[ape-like]], Gal.2.386, ''UP''3.8, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.
|lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πιθήκειος]], -ον, ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθήκεια [[σχισμή]]»<br /><b>ανατ.</b> το επίμηκες ραχιαίο [[σκέλος]] της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς [[κοντά]] στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω [[επιφάνεια]] του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, [[πιθηκικός]], [[πιθηκοειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκειος Medium diacritics: πιθήκειος Low diacritics: πιθήκειος Capitals: ΠΙΘΗΚΕΙΟΣ
Transliteration A: pithḗkeios Transliteration B: pithēkeios Transliteration C: pithikeios Beta Code: piqh/keios

English (LSJ)

α, ον, of an ape, ape-like, Gal.2.386, UP3.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 613] äffisch, affenartig, Sp., z. B. πιθήκειον βλέπειν.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθήκειος: -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, ὅμοιος πιθήκῳ, πιθηκοειδής, Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / πιθήκειος, -ον, ΝΜΑ πίθηκος
νεοελλ.
φρ. «πιθήκεια σχισμή»
ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, πιθηκικός, πιθηκοειδής.