ἐναμάρτητος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
(6_15) |
(11) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾰμάρτητος''': ον ([[ἁμαρτάνω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57. | |lstext='''ἐνᾰμάρτητος''': ον ([[ἁμαρτάνω]]) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[propenso al pecado]], [[pecaminoso]] φύσις Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.305C, ἡδονή Phot.<i>Bibl</i>.512a23. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐναμάρτητος]], -ον) ο [[γεμάτος]] αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, [[αμαρτωλός]], [[κολασμένος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:08, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 826] dem Irren ausgesetzt, sündhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰμάρτητος: ον (ἁμαρτάνω) ὁ ὑποκείμενος εἰς ἁμαρτίαν, ἔκπτωτος, Ἰσίδ. Πηλουσ. Ἐπιστ. 194, σ. 57.
Spanish (DGE)
-ον
propenso al pecado, pecaminoso φύσις Isid.Pel.Ep.M.78.305C, ἡδονή Phot.Bibl.512a23.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐναμάρτητος, -ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, αμαρτωλός, κολασμένος.