κολασμένος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
-η, -ο κολάζομαι
1. αυτός που έχει καταδικαστεί μετά θάνατον σε αιώνια τιμωρία
2. αμαρτωλός, διεφθαρμένος, κακός, άσωτος («κολασμένη ψυχή»)
3. ο δυστυχισμένος, ο ταλαιπωρημένος, ο αδικημένος, ο άθλιος («εμπρός της γης οι κολασμένοι»).
επίρρ...
κολασμένα
1. με άγριο τρόπο, φρικιαστικά
2. με ασεβή τρόπο.