συλλειτουργός: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(6_18) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συλλειτουργός''': -όν, ὁ λειτουργῶν [[ὁμοῦ]] μὲ ἄλλον λειτουργόν, ὁ ὢν [[ἐπίσης]] [[λειτουργός]], Πέτρ. Ἀλεξ. Καν. 14, Ἀλέξ. Ἀλ. 572Α, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136, VI, 824, κλπ.· [[συνάδελφος]] ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ, Θεοδοτ. Παλ. Διαθ. Ἐκκλ. | |lstext='''συλλειτουργός''': -όν, ὁ λειτουργῶν [[ὁμοῦ]] μὲ ἄλλον λειτουργόν, ὁ ὢν [[ἐπίσης]] [[λειτουργός]], Πέτρ. Ἀλεξ. Καν. 14, Ἀλέξ. Ἀλ. 572Α, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136, VI, 824, κλπ.· [[συνάδελφος]] ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ, Θεοδοτ. Παλ. Διαθ. Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κληρικός]] που τελεί τη Θεία Λειτουργία [[μαζί]] με άλλους κληρικούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί μια [[δημόσια]] [[υπηρεσία]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνάδελφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λειτουργός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:35, 27 September 2022
German (Pape)
[Seite 975] mit, zugleich, zusammen einen öffentlichen Dienst verwaltend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συλλειτουργός: -όν, ὁ λειτουργῶν ὁμοῦ μὲ ἄλλον λειτουργόν, ὁ ὢν ἐπίσης λειτουργός, Πέτρ. Ἀλεξ. Καν. 14, Ἀλέξ. Ἀλ. 572Α, Εὐσέβ. ΙΙ. 1136, VI, 824, κλπ.· συνάδελφος ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ, Θεοδοτ. Παλ. Διαθ. Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
κληρικός που τελεί τη Θεία Λειτουργία μαζί με άλλους κληρικούς
μσν.-αρχ.
αυτός που εκτελεί μια δημόσια υπηρεσία μαζί με κάποιον άλλο
αρχ.
συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λειτουργός.