δωροληψία: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorolipsia
|Transliteration C=dorolipsia
|Beta Code=dwrolhyi/a
|Beta Code=dwrolhyi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taking of presents</b>, <span class="bibl">Com.Adesp.987</span>, <span class="bibl">D.C.39.55</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[taking of presents]], Com.Adesp.987, D.C.39.55.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[hecho de aceptar regalos]], [[venalidad]], [[ἀδικία]] συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας <i>T.Reub</i>.3.6, [[ἀπληστία]] τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.<br /><b class="num">2</b> [[soborno]] ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωροληψία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.
|lstext='''δωροληψία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[δωροληψία]])<br />[[αποδοχή]] δώρων για [[μεροληψία]], [[δωροδοκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αποδοχή]] δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροληψία Medium diacritics: δωροληψία Low diacritics: δωροληψία Capitals: ΔΩΡΟΛΗΨΙΑ
Transliteration A: dōrolēpsía Transliteration B: dōrolēpsia Transliteration C: dorolipsia Beta Code: dwrolhyi/a

English (LSJ)

ἡ, taking of presents, Com.Adesp.987, D.C.39.55.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 hecho de aceptar regalos, venalidad, ἀδικία συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας T.Reub.3.6, ἀπληστία τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.
2 soborno ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.HE 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.

Greek (Liddell-Scott)

δωροληψία: ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.

Greek Monolingual

η (AM δωροληψία)
αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία
νεοελλ.
αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό.