καρικοεργής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_7)
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=καρικοεργής
|Medium diacritics=καρικοεργής
|Low diacritics=καρικοεργής
|Capitals=ΚΑΡΙΚΟΕΡΓΗΣ
|Transliteration A=karikoergḗs
|Transliteration B=karikoergēs
|Transliteration C=karikoergis
|Beta Code=karikoergh/s
|Definition=ές, [[of Carian work]], [[ὄχανον]] Anacr. 91.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.
Line 4: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱρικοεργής''': -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.
|lstext='''κᾱρικοεργής''': -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρικοεργής]], -ές (Α)<br />ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με [[καρική]] [[εργασία]], με [[καρική]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεργής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργον</i>). Βλ. και λ. <i>ἔργο</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρικοεργής Medium diacritics: καρικοεργής Low diacritics: καρικοεργής Capitals: ΚΑΡΙΚΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: karikoergḗs Transliteration B: karikoergēs Transliteration C: karikoergis Beta Code: karikoergh/s

English (LSJ)

ές, of Carian work, ὄχανον Anacr. 91.

German (Pape)

[Seite 1327] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρικοεργής: -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.

Greek Monolingual

καρικοεργής, -ές (Α)
ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + -εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο].