κροτάλισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροτάλισμα''': τὸ, [[ἦχος]] [[οἷον]] κροτάλου, [[ἐπικρότησις]], [[ἔπαινος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ. | |lstext='''κροτάλισμα''': τὸ, [[ἦχος]] [[οἷον]] κροτάλου, [[ἐπικρότησις]], [[ἔπαινος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και κροτάλιασμα και [[κουρτάλισμα]] και κουρτάλημα, το (AM [[κροτάλισμα]]) [[κροταλίζω]]<br /><b>1.</b> [[ήχος]] κροτάλου ή [[άλλος]] [[παρόμοιος]] [[ήχος]]<br /><b>2.</b> [[χειροκρότημα]], [[επικρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανακίνηση]], [[ανακάτεμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1513] τό, Beifallgeklatsch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροτάλισμα: τὸ, ἦχος οἷον κροτάλου, ἐπικρότησις, ἔπαινος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νικητ.
Greek Monolingual
και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) κροταλίζω
1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος
2. χειροκρότημα, επικρότηση
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.