λώδιξ: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(6_12) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λώδιξ''': -ῑκος, ἡ, [[σκέπασμα]], Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «[[ἱμάτιον]] ἐκπετάσας, [[τουτέστι]] λωδίκιον, [[εἴτε]] οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β. | |lstext='''λώδιξ''': -ῑκος, ἡ, [[σκέπασμα]], Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «[[ἱμάτιον]] ἐκπετάσας, [[τουτέστι]] λωδίκιον, [[εἴτε]] οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λῶδιξ]], -ικος, ἡ (Α)<br />[[κλινοσκέπασμα]], [[κουβέρτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] δάνεια από τη λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>dix</i> «[[κουβέρτα]], [[σκέπασμα]]», η οποία με τη [[σειρά]] της αποτελεί πιθ. κελτικό [[δάνειο]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λώδιξ: -ῑκος, ἡ, σκέπασμα, Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «ἱμάτιον ἐκπετάσας, τουτέστι λωδίκιον, εἴτε οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β.
Greek Monolingual
λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].