ξυσματώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksysmatodis | |Transliteration C=ksysmatodis | ||
|Beta Code=cusmatw/dhs | |Beta Code=cusmatw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ξυσματῶδες, [[full of]] [[ξύσματα]] I. Ic, διαχωρήματα Hp.''Prog.''11, cf. ''Acut.''52 (Comp.), ''Coac.''621, Aret. ''SD''2.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. | |lstext='''ξυσμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς τὰ ξύσματα, [[πλήρης]] ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40· ξ. [[διαχώρημα]] π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυσματώδης]], -ῶδες (Α) [[ξύσμα]]<br />όμοιος με [[ξύσμα]], [[γεμάτος]] ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
ξυσματῶδες, full of ξύσματα I. Ic, διαχωρήματα Hp.Prog.11, cf. Acut.52 (Comp.), Coac.621, Aret. SD2.9.
German (Pape)
[Seite 283] ες, einem ξύσμα ähnlich; κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρέουσα, von einem Stuhlgang, in dem sich kleiner Abgang von der Oberfläche der Därme findet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυσμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὡς τὰ ξύσματα, πλήρης ξυσμάτων, Ἱππ. Προγν. 40· ξ. διαχώρημα π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. 220G.
Greek Monolingual
ξυσματώδης, -ῶδες (Α) ξύσμα
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).