λογομάχος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6_18)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογομάχος''': -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
|lstext='''λογομάχος''': -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λογομάχος]])<br />αυτός που μάχεται με [[λόγια]], αυτός που φιλονικεί, [[φιλόνικος]], [[εριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λογο-μάχος, ον [[μάχομαι]]<br />[[warring]] [[about]] words.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Worten [[streitend]], [[zankend]]</i>, Sp.; – <i>um [[Wörter]] [[streitend]], [[Wortkrittler]]</i>, von den Grammatikern und [[Sophisten]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.

Greek Monolingual

ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.

Greek Monotonic

λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.

Middle Liddell

λογο-μάχος, ον μάχομαι
warring about words.

German (Pape)

mit Worten streitend, zankend, Sp.; – um Wörter streitend, Wortkrittler, von den Grammatikern und Sophisten, Sp.