ἐξολόθρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_22)
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξολόθρευμα''': τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, [[καταστροφεύς]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἐξολοθρεύω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
|lstext='''ἐξολόθρευμα''': τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― [[ὡσαύτως]] ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, [[καταστροφεύς]], Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] ἐξολοθρεύω, [[καταστρέφω]] ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.
}}
{{grml
|mltxt=και ξολόθρεμα, το (AM [[ἐξολόθρευμα]]) [[εξολοθρεύω]]<br />[[εξολόθρευση]], [[εξόντωση]].
}}
}}

Latest revision as of 15:04, 31 January 2022

German (Pape)

[Seite 886] τό, das Zerstörte, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξολόθρευμα: τό, τὸ ἐξολοθρεύειν, καταστρέφειν ἐντελῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΕ΄, 21)· οὕτω καὶ ἐξολόθρευσις, εως, ἡ, Μακκ. Ζ΄. 7, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 6· ― ὡσαύτως ἐξολοθρευτής, οῦ, ὁ, καταστροφεύς, Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1142Ε, καὶ ἐξολοθρευτικὸς, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 443. Τὸ ῥῆμα εἶναι ἐξολοθρεύω, καταστρέφω ἐντελῶς, Πράξ. Ἀποστ. 3. 23. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 11, 1, συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ.

Greek Monolingual

και ξολόθρεμα, το (AM ἐξολόθρευμα) εξολοθρεύω
εξολόθρευση, εξόντωση.