θυγατρόπαις: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_15)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυγατρόπαις''': ὁ, υἱὸς θυγατρός, Νικήτ. Χρον. 304Β.
|lstext='''θυγατρόπαις''': ὁ, υἱὸς θυγατρός, Νικήτ. Χρον. 304Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυγατρόπαις]], ὁ (Μ)<br />[[γιος]] της θυγατέρας, ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυγατρο</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θυγάτηρ]], [[πρβλ]]. γεν. <i>θυγατρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[παις]] «[[παιδί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, Tochtersohn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θυγατρόπαις: ὁ, υἱὸς θυγατρός, Νικήτ. Χρον. 304Β.

Greek Monolingual

θυγατρόπαις, ὁ (Μ)
γιος της θυγατέρας, ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + παις «παιδί»].