ἐπαναπνέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanapneo | |Transliteration C=epanapneo | ||
|Beta Code=e)panapne/w | |Beta Code=e)panapne/w | ||
|Definition= | |Definition=[[have a double inspiration]] (cf. [[ἐπανάκλησις]] ''ΙΙ''), ἐ. διπλόον Hp.''Epid.''7.92. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαναπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D. | |lstext='''ἐπαναπνέω''': μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαναπνέω]] (Α)<br />έχω [[διπλή]], διακεκομμένη [[αναπνοή]] («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
have a double inspiration (cf. ἐπανάκλησις ΙΙ), ἐ. διπλόον Hp.Epid.7.92.
German (Pape)
[Seite 900] (s. πνέω), wieder aufathmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἀνακτῶμαι τὴν ἀναπνοήν μου, ᾤετο ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐπαναπνεῖν, καὶ ἐπανέπνει Ἱππ. 1234D.
Greek Monolingual
ἐπαναπνέω (Α)
έχω διπλή, διακεκομμένη αναπνοή («ἐπανέπνει ἔστι δ' ὅτε διπλόον», Ιπποκρ.).