ὀκριάομαι: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okriaomai | |Transliteration C=okriaomai | ||
|Beta Code=o)kria/omai | |Beta Code=o)kria/omai | ||
|Definition=Pass., (ὄκρις) | |Definition=Pass., ([[ὄκρις]]) to [[be made rough]] or [[jagged]]: metaph., <b class="b3">πανθυμαδὸν ὀκριόωντο</b> they [[grew furiously angry]] with each other, Od.18.33; ὠκριωμένος [[enraged]], Lyc.545. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκριάομαι''': Παθ., ([[ὄκρις]]) [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ [[πλήρης]] ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν [[ἄκρα]] πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ [[κυρίως]] ὁ τραχὺς [[λίθος]]» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Λυκόφρ. 545. | |lstext='''ὀκριάομαι''': Παθ., ([[ὄκρις]]) [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ [[πλήρης]] ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν [[ἄκρα]] πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ [[κυρίως]] ὁ τραχὺς [[λίθος]]» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Λυκόφρ. 545. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀκριάομαι]], [[ὄκρις]]<br />Pass. to be made [[rough]] or [[jagged]]: metaph. to be exasperated, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]] Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., (ὄκρις) to be made rough or jagged: metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.
Greek Monotonic
ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὀκριάομαι, ὄκρις
Pass. to be made rough or jagged: metaph. to be exasperated, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο Od.