κορδακισμός: Difference between revisions

(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kordakismos
|Transliteration C=kordakismos
|Beta Code=kordakismo/s
|Beta Code=kordakismo/s
|Definition=ὁ, = foreg., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">licentious dancing</b>, <span class="bibl">D.2.18</span> (pl.), <span class="bibl">Nicopho 25</span>, Chor. in <span class="title">Hermes</span> 17.222 (pl.).</span>
|Definition=ὁ, = [[κορδάκισμα]], [[licentious dancing]], D. 2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in ''Hermes'' 17.222 (pl.).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />danse du [[κόρδαξ]].<br />'''Étymologie:''' [[κορδακίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ὁ, <i>das [[Tanzen]] des Kordaxtanzes</i>; Nicopho com. bei Harp.; Dem. 2.18 vrbdt [[ἀκρασία]] τοῦ βίου, [[μέθη]] und κορδακισμοί, wo der Schol. ἀσχήμονες ὀρχήσεις erkl.; Hesych. [[allgemeiner]], τὰ τῶν μίμων γελοῖα καὶ [[παίγνια]]. Vgl. <i>B.A</i>. 267.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ Dem. = [[κόρδαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορδᾱκισμός''': ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς [[ἀκόλαστος]], Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.
|lstext='''κορδᾱκισμός''': ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς [[ἀκόλαστος]], Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κορδακισμός]]) [[κορδακίζω]]<br />[[κορδάκισμα]], [[άσεμνος]] [[χορός]], [[απρεπής]] [[κίνηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾱκισμός:''' ὁ, ο [[χορός]] του <i>κόρδακος</i>, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορδᾱκισμός, οῦ,<br />the [[dancing]] of the [[κόρδαξ]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

English (LSJ)

ὁ, = κορδάκισμα, licentious dancing, D. 2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακισμός -οῦ, ὁ [κορδακίζω: de kordax dansen] ‘dirty dancing’.

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, das Tanzen des Kordaxtanzes; Nicopho com. bei Harp.; Dem. 2.18 vrbdt ἀκρασία τοῦ βίου, μέθη und κορδακισμοί, wo der Schol. ἀσχήμονες ὀρχήσεις erkl.; Hesych. allgemeiner, τὰ τῶν μίμων γελοῖα καὶ παίγνια. Vgl. B.A. 267.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκισμός: ὁ Dem. = κόρδαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.

Greek Monotonic

κορδᾱκισμός: ὁ, ο χορός του κόρδακος, σε Δημ.

Middle Liddell

κορδᾱκισμός, οῦ,
the dancing of the κόρδαξ, Dem.