κορδάκισμα
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
-ατος, τό, dancing of the κόρδαξ, Hsch. s.v. κολλικόνομον.
Greek Monolingual
το (Α κορδάκισμα) κορδακίζω
νεοελλ.
άσεμνη, απρεπής εμφάνιση
αρχ.
το να χορεύει κάποιος τον κόρδακα.
German (Pape)
τό, = κορδακισμός, Hesych.