ἰξαλῆ: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6_1) |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iksali | |Transliteration C=iksali | ||
|Beta Code=i)calh= | |Beta Code=i)calh= | ||
|Definition=( | |Definition=([[ἰξάλη]] in codd., but ἰξαλῆ Ael.Dion.''Fr.''398), ἡ, [[goat's skin]] (<b class="b3">τελείας αἰγὸς δέρμα</b>, Erot.), Hp.''Fract.''29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ἰζάνη Poll. [[l.c.]], ἰσάλη Sch.Ar.''Nu.''72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ἰσσέλη Theognost.''Can.''14: cf. [[θριαί]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» | |lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και [[ἰξάλη]], ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>Πολυδ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:31, 1 March 2024
English (LSJ)
(ἰξάλη in codd., but ἰξαλῆ Ael.Dion.Fr.398), ἡ, goat's skin (τελείας αἰγὸς δέρμα, Erot.), Hp.Fract.29, cf. Gal.19.106; used as a dress for actors in satyric dramas, Poll.4.118. (ἰζάλη Hsch., ἰζάνη Poll. l.c., ἰσάλη Sch.Ar.Nu.72; cf. the forms ἰσσέλα, ἰτθέλα, ἰσθλῆ Hsch., ἰσσέλη Theognost.Can.14: cf. θριαί).
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ, zsgzgn aus ἰξαλέα, Ziegenfell, Hippoer., VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξᾰλῆ: (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς ἔνδυμα τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «ἐσθής σατυρικὴ» Πολυδ. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰξαλῆ· αἰγὸς δορά. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: ἰσσέλα καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως διφθέρα. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320.
Greek Monolingual
ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) ίξαλος
1. δέρμα κατσίκας
2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.).