λατρευτής: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
(6_19)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λατρευτής''': -οῦ, ὁ, = [[λατρεύς]], τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64.
|lstext='''λατρευτής''': -οῦ, ὁ, = [[λατρεύς]], τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λατρευτής]]) [[λατρεύω]]<br />αυτός που λατρεύει κάποιον ή [[κάτι]], ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που [[είναι]] στην [[υπηρεσία]] κάποιου, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], [[θεράπων]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[λατρεύς]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτής: -οῦ, ὁ, = λατρεύς, τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64.

Greek Monolingual

ο (AM λατρευτής) λατρεύω
αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι
μσν.
αυτός που είναι στην υπηρεσία κάποιου, υπηρέτης, δούλος, θεράπων.

German (Pape)

ὁ, = λατρεύς, Sp.