ὀρνεοθηρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orneothireftikos
|Transliteration C=orneothireftikos
|Beta Code=o)rneoqhreutiko/s
|Beta Code=o)rneoqhreutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in bird-catching</b>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Ath.1.25d</span>.</span>
|Definition=ὀρνεοθηρευτική, ὀρνεοθηρευτικόν, [[skilled in bird catching]]: ἡ [[ὀρνεοθηρευτική]] = [[art of bird catching]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Ath.1.25d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεοθηρευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Ἀθήν. 25D.
|lstext='''ὀρνεοθηρευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Ἀθήν. 25D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεοθηρευτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρνεοθηρευτική</i><br />η [[τέχνη]] του κυνηγιού τών πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> [[θηρευτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Medium diacritics: ὀρνεοθηρευτικός Low diacritics: ορνεοθηρευτικός Capitals: ΟΡΝΕΟΘΗΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orneothēreutikós Transliteration B: orneothēreutikos Transliteration C: orneothireftikos Beta Code: o)rneoqhreutiko/s

English (LSJ)

ὀρνεοθηρευτική, ὀρνεοθηρευτικόν, skilled in bird catching: ἡ ὀρνεοθηρευτική = art of bird catching (sc. τέχνη) Ath.1.25d.

German (Pape)

[Seite 382] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνεοθηρευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Ἀθήν. 25D.

Greek Monolingual

ὀρνεοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών
2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική
η τέχνη του κυνηγιού τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός.