παρακελευσματικός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakelefsmatikos | |Transliteration C=parakelefsmatikos | ||
|Beta Code=parakeleusmatiko/s | |Beta Code=parakeleusmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=παρακελευσματική, παρακελευσματικόν, [[hortatory]], δύναμις Eust.1393.4. Adv. [[παρακελευσματικῶς]], ἔχειν Id.1416.40. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακελευσμᾰτικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40. | |lstext='''παρακελευσμᾰτικός''': -ή, -όν, [[προτρεπτικός]], Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[παρακελευσματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[παρακέλευσμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[προτρεπτικός]], αυτός που έχει τη [[μορφή]] προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>γραμμ.</b> α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν [[προτροπή]] και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με [[υποτακτική]] (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)<br />β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως [[είναι]] λ.χ. τα: <i>να</i>, <i>ας</i>, <i>μη</i>, <i>να μη</i>, [[άιντε]] να</i>, <i>για</i>, <i>για να</i> («ας φύγουμε»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παρακελευσματικώς</i> / <i>παρακελευσματικῶς</i>, ΝΜ<br />με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
παρακελευσματική, παρακελευσματικόν, hortatory, δύναμις Eust.1393.4. Adv. παρακελευσματικῶς, ἔχειν Id.1416.40.
German (Pape)
[Seite 482] ή, όν, zum Zuruf, zur Ermunterung gehörig, Schol. Theocr. 1, 127 u. a. Sp., auch adv., Eust.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευσμᾰτικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, Εὐστ. 1393. 4. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 1416. 40.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρακελευσματικός, -ή, -όν, ΝΜ παρακέλευσμα, -ατος]
προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής
νεοελλ.
φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με υποτακτική (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», Πλάτ.
β. «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως είναι λ.χ. τα: να, ας, μη, να μη, άιντε να, για, για να («ας φύγουμε»).
επίρρ...
παρακελευσματικώς / παρακελευσματικῶς, ΝΜ
με παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.