ἀρθρωδία: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_10)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arthrodia
|Transliteration C=arthrodia
|Beta Code=a)rqrwdi/a
|Beta Code=a)rqrwdi/a
|Definition=ἡ, a particular kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">articulation</b>, where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.</span>
|Definition=ἡ, a particular kind of [[articulation]], where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[articulación]] tipo de [[διάρθρωσις]] al igual que [[ἐνάρθρωσις]] y [[γίγγλυμος]] Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρθρωδία''': ἡ, ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι [[εἶναι]] μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.
|lstext='''ἀρθρωδία''': ἡ, ἰδιαίτερον [[εἶδος]] ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι [[εἶναι]] μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀρθρωδία]]) [[αρθρώδης]]<br />[[άρθρωση]] η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης [[προς]] όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική [[άρθρωση]]).
}}
}}

Latest revision as of 14:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρωδία Medium diacritics: ἀρθρωδία Low diacritics: αρθρωδία Capitals: ΑΡΘΡΩΔΙΑ
Transliteration A: arthrōdía Transliteration B: arthrōdia Transliteration C: arthrodia Beta Code: a)rqrwdi/a

English (LSJ)

ἡ, a particular kind of articulation, where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
articulación tipo de διάρθρωσις al igual que ἐνάρθρωσις y γίγγλυμος Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρωδία: ἡ, ἰδιαίτερον εἶδος ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι εἶναι μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.

Greek Monolingual

η (Α ἀρθρωδία) αρθρώδης
άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση).