ἡμιτμήξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(6_11)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιτμήξ''': ῆγος, ἢ ἡμιτμής, ῆτος, ὁ, ἡ, = [[ἡμίτομος]], Μανέθ. 4. 6, Παῦλ. Σιλεντ. Ἁγ. Σοφ. 243.
|lstext='''ἡμιτμήξ''': ῆγος, ἢ ἡμιτμής, ῆτος, ὁ, ἡ, = [[ἡμίτομος]], Μανέθ. 4. 6, Παῦλ. Σιλεντ. Ἁγ. Σοφ. 243.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιτμήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br />κομμένος στη [[μέση]], διχοτομημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τμηξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τμήγω]] «[[κόβω]]», με αντίστροφη [[παραγωγή]]), [[πρβλ]]. [[αποτμήξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1170] ῆγος, halb zerschnitten, Paul. Sil. Ecphr. 243. In Man. 4, 6 ist ἡμιτμῆτι die richtige Lesart für ἡμιτμῆγι.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτμήξ: ῆγος, ἢ ἡμιτμής, ῆτος, ὁ, ἡ, = ἡμίτομος, Μανέθ. 4. 6, Παῦλ. Σιλεντ. Ἁγ. Σοφ. 243.

Greek Monolingual

ἡμιτμήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
κομμένος στη μέση, διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τμηξ (< τμήγω «κόβω», με αντίστροφη παραγωγή), πρβλ. αποτμήξ].