σάρπος: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
(6_15)
(36)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σάρπος''': ὁ, ξύλινον [[κιβώτιον]] ἢ [[θήκη]], «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. [[σάρπη]].
|lstext='''σάρπος''': ὁ, ξύλινον [[κιβώτιον]] ἢ [[θήκη]], «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. [[σάρπη]].
}}
{{grml
|mltxt=και σαρπός, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κιβωτός]], Βιθυνοὶ δὲ ξύλινον οἰκίαν».
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, eine hölzerne Kiste, E. M; bei den Bithynern ein hölzernes Haus, sonst μόσυν, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σάρπος: ὁ, ξύλινον κιβώτιονθήκη, «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. σάρπη.

Greek Monolingual

και σαρπός, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κιβωτός, Βιθυνοὶ δὲ ξύλινον οἰκίαν».