νεκροειδής: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(6_7)
(26)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.
|lstext='''νεκροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νεκροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει όψη νεκρού, που [[είναι]] όμοιος με νεκρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 237] ές, todtenähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 1, σελ. 928, 11.

Greek Monolingual

-ές (Α νεκροειδής, -ές)
αυτός που έχει όψη νεκρού, που είναι όμοιος με νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ειδής].