ἐθέλεχθρος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ethelechthros | |Transliteration C=ethelechthros | ||
|Beta Code=e)qe/lexqros | |Beta Code=e)qe/lexqros | ||
|Definition= | |Definition=ἐθέλεχθρον, [[bearing one a grudge]], Cratin.407, Ph.2.269. Adv. [[ἐθελέχθρως]], ἔχειν πρός τινα D.39.36, cf.Ph.2.120, Paus.4.4.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[hostil por mala voluntad]] Cratin.445, [[ἐθελόδουλος]], ἐ. Ph.2.269.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con actitud hostil]] μὴ ἔχ' οὕτω πρὸς ἡμᾶς ἐ. D.39.36, cf. Ph.2.120, Paus.4.4.4, Aristid.<i>Or</i>.23.41. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθέλεχθρος''': -ον, ἔχων ἔχθραν [[ἐναντίον]] τινός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 103, Φίλων 2. 269: - Ἐπίρρ., ἐθελέχθρως ἔχειν [[πρός]] τινα, φιλαπεχθημόνως..., Δημ. 1005. 15· τινὶ Παυσ. 4. 4, 4. | |lstext='''ἐθέλεχθρος''': -ον, ἔχων ἔχθραν [[ἐναντίον]] τινός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 103, Φίλων 2. 269: - Ἐπίρρ., ἐθελέχθρως ἔχειν [[πρός]] τινα, φιλαπεχθημόνως..., Δημ. 1005. 15· τινὶ Παυσ. 4. 4, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐθέλεχθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την [[έχθρα]] του. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐθέλεχθρον, bearing one a grudge, Cratin.407, Ph.2.269. Adv. ἐθελέχθρως, ἔχειν πρός τινα D.39.36, cf.Ph.2.120, Paus.4.4.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 hostil por mala voluntad Cratin.445, ἐθελόδουλος, ἐ. Ph.2.269.
2 adv. -ως con actitud hostil μὴ ἔχ' οὕτω πρὸς ἡμᾶς ἐ. D.39.36, cf. Ph.2.120, Paus.4.4.4, Aristid.Or.23.41.
German (Pape)
[Seite 718] Groll hegend, feindlich gesinnt; Cratin. bei Poll. 3, 64; ἐθελέχθρως ἔχειν πρός τινα Dem. 39, 36, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθέλεχθρος: -ον, ἔχων ἔχθραν ἐναντίον τινός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 103, Φίλων 2. 269: - Ἐπίρρ., ἐθελέχθρως ἔχειν πρός τινα, φιλαπεχθημόνως..., Δημ. 1005. 15· τινὶ Παυσ. 4. 4, 4.
Greek Monolingual
ἐθέλεχθρος, -ον (Α)
αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του.