ῥοδόμελι: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rodomeli
|Transliteration C=rodomeli
|Beta Code=r(odo/meli
|Beta Code=r(odo/meli
|Definition=ιτος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rose-honey</b>, Dsc.5.27, Philagr. ap. <span class="bibl">Orib.5.17.5</span>, <span class="title">Edict.Diocl.Delph.</span>14, <span class="bibl">Aët.3.104</span>.</span>
|Definition=ιτος, τό, [[rose-honey]], Dsc.5.27, Philagr. ap. Orib.5.17.5, ''Edict.Diocl.Delph.''14, Aët.3.104.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδόμελι''': -ιτος, τό, [[μετὰ]] ῥόδων παρεσκευασμένον [[μέλι]], Ὀρειβάσ. 65 Matth.
|lstext='''ῥοδόμελι''': -ιτος, τό, μετὰ ῥόδων παρεσκευασμένον [[μέλι]], Ὀρειβάσ. 65 Matth.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[ῥοδόμελι]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάλυμα]] μελιού και αρώματος από [[ρόδα]], που χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μέλι]] καμωμένο από [[ρόδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ρόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμελι Medium diacritics: ῥοδόμελι Low diacritics: ροδόμελι Capitals: ΡΟΔΟΜΕΛΙ
Transliteration A: rhodómeli Transliteration B: rhodomeli Transliteration C: rodomeli Beta Code: r(odo/meli

English (LSJ)

ιτος, τό, rose-honey, Dsc.5.27, Philagr. ap. Orib.5.17.5, Edict.Diocl.Delph.14, Aët.3.104.

German (Pape)

[Seite 846] ιτος, τό, Rosenhonig, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμελι: -ιτος, τό, μετὰ ῥόδων παρεσκευασμένον μέλι, Ὀρειβάσ. 65 Matth.

Greek Monolingual

το / ῥοδόμελι, ΝΜΑ
νεοελλ.
διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
μέλι καμωμένο από ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.