φεγγοβόλος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φεγγοβόλος''': -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ. | |lstext='''φεγγοβόλος''': -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[φεγγοβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[κεραυνοβόλος]].<br />-η, -ο, Ν<br />αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει [[πάνω]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 25 August 2021
German (Pape)
[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / φεγγοβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβόλος.
-η, -ο, Ν
αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].